- χρεοστάσιο
- τοαναστολή της πληρωμής χρεών ή αναστολή της δικαστικής δίωξης για χρέη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρεοστάσιο — το, Ν βλ. χρεωστάσιο … Dictionary of Greek
χρεωστάσιο — και χρεοστάσιο, το, Ν (νομ. οικον.) η με νόμο αναστολή τής πληρωμής χρεών ή τής ποινικής δίωξης για χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + στάσιο*. Η λ., στον λόγιο τ. χρεωστάσιον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek